τρωγλοδυτικός

From LSJ
Revision as of 08:46, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωγλοδῠτικός Medium diacritics: τρωγλοδυτικός Low diacritics: τρωγλοδυτικός Capitals: ΤΡΩΓΛΟΔΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: trōglodytikós Transliteration B: trōglodytikos Transliteration C: troglodytikos Beta Code: trwglodutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for dwellers in holes, ζῷα τ. animals that dwell in holes, Arist.HA 488a23, al. II of or belonging to the Troglodytes, v. Τρωγοδυτικός. III τρωγλοδυτική, v. τρωγλῖτις.

Greek (Liddell-Scott)

τρωγλοδῠτικός: -ή, -όν, ὁ ζῶν ἐν τρώγλαις, ζῷα τρωγλοδυτικά, ζῷα ζῶντα ἐν τρώγλαις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς τοὺς Τρωγλοδύτας. Στράβ. 768, κλπ.· ὡσαύτως ἡ τρωγλοδύτις. Διόδ. 1. 30. - Ἐπίρρ. -δυτικῶς, δίκην Τρωγλοδύτου, Στράβ. 828.

Greek Monolingual

-ή, -ό /τρωγλοδυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τρωγλοδύτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγλοδύτες
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τρωγλοδυτική
(ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγλοδυτών
αρχ.
1. αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. το φυτό σμύρνα, τρωγλῑτις.
επίρρ...
τρωγλοδυτικῶς Α
όπως ο τρωγλοδύτης («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῖν», Στράβ.).

Russian (Dvoretsky)

τρωγλοδῠτικός: живущий в норе, пещерный: τὰ τρωγλοδυτικά (sc. ζῷα) Arst. животные, обитающие в норах.