μαστάρι

From LSJ
Revision as of 09:00, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source

Greek Monolingual

το (Α μαστάριον, Μ μαστάρι και μαστάριν και μουστάρι και μαστάρ') μαστός
νεοελλ.
1. ο μαστός τών γαλακτοφόρων ζώων
2. ειρων. μεγάλος γυναικείος μαστός
μσν.-αρχ.
ο μαστός («τὰ μαστάρια τοῖς δικασταῖς ἀπέδειξας», Αλκίφρ.)
αρχ.
1. μικρός μαστός
2. κύπελλο που έχει το σχήμα μαστού
3. το μαστοειδές κάλυμμα του άμβυκα.