κοινοβουλώ
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
κοινοβουλῶ, -έω (Α) κοινόβουλος
συσκέπτομαι για κάτι, αποφασίζω από κοινού με άλλους («ὅπως ἀεὶ συνόντες μᾶλλον καὶ κοινοβουλῶσιν, ἤν τι δέωνται», Ξεν.).