κοινόβουλος
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
κοινόβουλον,
A Glossaria on ξύμβουλος, Sch.Ar.Th.928.
II Subst. -βουλος, ὁ, member of local senate, IGRom.3.7 (Nicomedia).
German (Pape)
[Seite 1468] gemeinschaftlich beratend, Erkl. von ξύμβουλος, Schol. Ar. Thesm. 928.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόβουλος: -ον, μετέχων τῆς κοινῆς συσκέψεως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 928. Συλλ. Ἐπιγρ. 3773.
Greek Monolingual
κοινόβουλος, ὁ (Α)
1. σύμβουλος
2. μέλος της τοπικής συγκλήτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -βουλος (< βουλή), πρβλ. βαθύβουλος, πολύβουλος].