κίτταρος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Full diacritics: κίτταρος | Medium diacritics: κίτταρος | Low diacritics: κίτταρος | Capitals: ΚΙΤΤΑΡΟΣ |
Transliteration A: kíttaros | Transliteration B: kittaros | Transliteration C: kittaros | Beta Code: ki/ttaros |
ὁ, wearer of κίδαρις (Cyprian), Hsch.
κίτταρος, ὁ (Α) κίτταρις
(κατά τον Ησύχ.) «διάδημα ὅ φοροῡσι Κύπριοι, οἱ δὲ τὰ διαδήματα φοροῦν
τες κίτταροι λέγονται».