λουτήρας

From LSJ
Revision as of 14:44, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source

Greek Monolingual

ο (AM λουτήρ, -ῆρος)
σκεύος ή κτιστό σκαφοειδές κατασκεύασμα στο οποίο πλένεται κάποιος, μπανιέρα («ποίησον λουτῆρα χαλκοῦνκαὶ βάσιν αὐτῷ χαλκῆν, ὥστε νίπτεσθαι», ΠΔ)
νεοελλ.
χημ. μία από τις μορφές του μορίου τών κυκλοεξανίων
μσν.
το βαπτιστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + επίθημα -τήρ, -τῆρος (πρβλ. βα-τήρ, κρα-τήρ)].