ἀνάπαλος

From LSJ
Revision as of 17:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " »" to "»")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπᾰλος Medium diacritics: ἀνάπαλος Low diacritics: ανάπαλος Capitals: ΑΝΑΠΑΛΟΣ
Transliteration A: anápalos Transliteration B: anapalos Transliteration C: anapalos Beta Code: a)na/palos

English (LSJ)

A v. ἄμπαλος: κατ' ἄμπαλον μισθοῦν by auction, IG9(2).205.15 (Thess.). II a word coined to expl. ἀναπάλη, Ath.14.631d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπᾰλος: συνῃρ. ἄμπαλος, ου, ὁ, = ἀνάπαλσις: - ἀλλὰ κατ’ ἄμπαλον, διὰ δημοπρασίας, Ἐπιγρ. Θεσπ. ἐν Ussing 2. 15.

Spanish (DGE)

(ἀνάπᾰλος) -ου, ὁ

• Alolema(s): ἄμπᾰλος Pi.O.7.61, IG 9(2).205.15 (Melitea III d.C.), Eust.64.44
I 1repetición de las suertes ἄμπαλον μέλλεν θέμεν iba a repetir el sorteo Pi.l.c., cf. Eust.l.c., 1434.28.
2 renovación de contrato κατ' ἄμπαλον μισθούντω IG l.c.
II τὸ ἀ. falsa palabra para explicar ἀναπάλη Ath.631b.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο 1. απαλός, μαλακός
2. (για πρόσωπα) α) οκνηρός, τεμπέλης
β) ανίκανος, αδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + απαλός].
(II)
ἀνάπαλος και ποιητ. ἄμπαλος, ο (Α) ἀναπάλλω
1. η ανάπαλση
2. φρ. «κατ’ ἄμπαλον μισθοῦν», με δημοπρασία.