Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έπαλξη

From LSJ
Revision as of 22:53, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

Greek Monolingual

η (AM ἔπαλξις)
συν. στον πληθ. το ανώτερο οδοντωτό μέρος του τείχους, που έχει ανοίγματα κατά διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν μέσα από αυτά οι αμυνόμενοι
αρχ.-μσν.
αμυντικό κατασκεύασμα, ειδ. θωράκιο τείχους
αρχ.
1. μτφ. προστασία, υπεράσπιση, βοήθεια («τήνδ' ἡμῖν ἔχω σωτηρίας ἔπαλξιν», Ευρ.)
2. δικαστήριο φόνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επαλέξω < επί + αλέξω «προστατεύω, υπερασπίζω»)].