φιλοκαλία

From LSJ
Revision as of 06:45, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοκᾰλία Medium diacritics: φιλοκαλία Low diacritics: φιλοκαλία Capitals: ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ
Transliteration A: philokalía Transliteration B: philokalia Transliteration C: filokalia Beta Code: filokali/a

English (LSJ)

ἡ, A love for the beautiful, D.S.1.51. 2 love of cleanliness, Hsch. 3 Arithm., calculation, working out, Vett.Val. 361.22. 4 care, attention, Hippiatr.68.

German (Pape)

[Seite 1280] ἡ, Liebe zum Schönen, Guten, Edlen, Ehrliebe, Arist. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοκᾰλία: ἡ, τὸ φιλεῖν τὸ καλόν, τὸ ὡραῖον, Διόδ. 1. 51, Φιλόστρ. 570, κλπ. 2) τὸ φιλεῖν τὴν καθαριότητα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόκαλος
1. αγάπη για το ωραίο, καλαισθησία
2. ως κύριο όν. Φιλοκαλία
εκκλ. απάνθισμα τών συγγραμμάτων του Ωριγένους,το οποίο συνέταξαν ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός
μσν.-αρχ.
φροντίδα, προσοχή
αρχ.
1. καλαίσθητη διακόσμηση («ποιεῖσθαι τὴν φιλοκαλίαν τοῦ βαλανείου», πάπ.)
2. μαθημ. εκτέλεση λογαριασμού
3. (κατά τον Ησύχ.) αγάπη για την καθαριότητα
4. ευρυμάθεια.

Russian (Dvoretsky)

φιλοκᾰλία: ἡ любовь к прекрасному Diod.