κωφότητα

From LSJ
Revision as of 12:13, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source

Greek Monolingual

η (AM κωφότης, -ητος)
κωφός
1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα
2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῦτο σκότος παρ' ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.)
3. μτφ. νωθρότητα
αρχ.
αδυναμία της ακοής, βαρηκοΐα.