ληκίνδα
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
παίζειν, A beat time, tattoo, Luc.Lex.8, A.D.Adv.152.11.
German (Pape)
[Seite 39] παίζειν, ein unbekanntes Spiel, mit Geräusch, Luc. Lexiph. 8; B. A. 562, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ληκίνδα: παίζειν, παίζω μὲ χρόνον, κροτῶν τὸν χρόνον, τυμπανίζων, Λουκ. Λεξιφ. 8, Α. Β. 562, 18.
Greek Monolingual
ληκίνδα (Α)
φρ. «ληκίνδα παίζειν» — παίζω με χρόνο, κρατώ τον χρόνο χτυπώντας στο τύμπανο τα δάχτυλα («ὁ δὴ ληκίνδα ἔπαιζεν, ἄλλος ἐρρικνοῦτο σὺν γέλωτι τὴν ὀσφῡν», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ-του ληκάω + κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ελκυστ-ίνδα, κρυπτ-ίνδα). Ο τ. πιθ. < θ. ληκ- του λάσκω (πρβλ. λέ-ληκ-α, παρακμ. του λάσκω)].
Russian (Dvoretsky)
ληκίνδα: adv. прищелкивая: λ. παίζειν Luc. отбивать такт.