θυραίος
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
Greek Monolingual
θυραῑος, -ον, θηλ. και θυραία, και αιολ. τ. θύραος (ΑΜ) θύρα
αυτός που βρίσκεται έξω από τη χώρα, ο εξωτερικός
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στη θύρα ή έξω από τη θύρα
2. αυτός που απουσιάζει, που δεν βρίσκεται στο σπίτι
3. αυτός που προέρχεται από ξένη γη, ο αλλότριος, ο ξένος, ο ξενικός (α. «ἄνδρες θυραῖοι» — ξένοι, άλλοι άνθρωποι, Ευρ.
β. «θυραῑα φρονήματ' ἀνδρῶν» — οι σκέψεις τών ξένων, Ευρ.)
4. (για πράγματα) αυτός που ανήκει σε άλλον (α. «ὄλβος θυραῑος» — η ευτυχία τών άλλων, Αισχύλ.
β. «θυραία χείρ», Ευρ.)
5. αυτός που περιέχει τη θύρα («θυραῑος τοῑχος»)
6. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυραία
η είσοδος, το άνοιγμα της πόρτας
7. φρ. α) «θυραῑος πόλεμος» — ο εξωτερικός πόλεμος, ο εναντίον ξένων πόλεμος, σε αντιδιαστολή προς τον εμφύλιο, τον εσωτερικό, Αισχύλ.
β) «θυραῑος ἐλθεῖν» — να έλθει από ξένη γη, Ευρ.
γ) «τοὺς δ' ἐν θυραίοις» — αυτούς που ζουν σε ξένη γη
δ. «θυραῑον ἀμφὶ μηρόν» — γύρω απὸ τον γυμνό μηρό».