εξαμβλώνω

From LSJ
Revision as of 12:25, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξαμβλῶ, -έω) αμβλώ
προκαλώ άμβλωση, πρόωρη αποβολή του εμβρύου
(«σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», Ευρ.)
αρχ.
1. κάνω κάτι μάταιο («φροντίδ' ἐξήμβλωκας», Αριστοφ.)
2. διαφθείρω, χαλώποία σώματος ἰσχύς οὐκ ἐξαμβλοῦται... δι' ἀμέλειαν», Πλούτ.)
3. ματαιώνομαι
(ἵνα μὴ αὐτοῖς ἐξαμβλώσῃ ἡ σπουδή», Αιλ.).