εδραίος
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἑδραῖος, -α, -ον και ἑδραῖος, -ον)
ακλόνητος, σταθερός, ακίνητος («εδραία πεποίθηση»)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται κοντά στην έδρα, στον πρωκτό («εδραίο πτερύγιο»)
αρχ.
1. (για τεχνίτες ή για την εργασία τους) καθιστικός, που δεν απαιτεί κίνηση
2. φρ. «ἑδραία ῥάχις» — η ράχη του αλόγου στην οποία κάθεται ο αναβάτης
3. φρ. «ἑδραῖος ὕπνος» — βαθύς ύπνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έδρα + -ιος].