μαγάδης
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek (Liddell-Scott)
μαγάδης: -ου, ὁ, = μάγαδις, Ἀνακρ. (Ἀποσπ. 5) παρ’ Ἀθην. 634C, ἔνθα τὸ μάγαδιν εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, καὶ ἐπανορθωτέον, μαγάδην ἐκ τοῦ Πολυδ. Δ΄, 61. Ἀλλὰ παρ’ Ἡσυχ. (ἐν λ. μαγάδεις), μαγάδης αὐλὸς καὶ τῇ μαγάδῃ εἶναι σφάλματα τοῦ ἀντιγραφέως ἀντὶ μάγαδις αὐλὸς καὶ τῇ μαγάδει.
Greek Monolingual
μαγάδης, ὁ (Α)
η μάγαδις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του μάγαδις σχηματισμένος για μετρικούς λόγους].