χορδοτόνος

From LSJ
Revision as of 19:00, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source

German (Pape)

[Seite 1365] Darmsaiten spannend, aufspannend, dah. τὸ χορδοτόνον, ein Werkzeug, die Saiten zu spannen, Arist. audib. 51; – χορδότονος, mit Saiten bespannt, λύρα Soph. frg. 232; Poll. 4, 62.

Greek (Liddell-Scott)

χορδοτόνος: -ον, ὁ τείνων, τεντώνων τὰς χορδὰς· χορδοτόνον, τό, κόλλοψ, «στρηφτάρι» πρὸς ἔντασιν χορδῆς, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 51, Πολυδ. Δ΄, 62, Νικομ. Ἁρμ. σ. 13· (ὅθεν πιθανῶς διορθωτέον χορδοτόνα παρ’ Ἀθην. 637D) οὕτω, ἡ ὑπὸ τὰς χορδὰς ὑποκειμένη σανὶς χορδοτόνος ὀνομάζεται Μ. Βρυεννίου Ἁρμονικὰ σελ. 417. ΙΙ. προπαροξ., χορδότονος, ον, παθ., ἐντεταμένος διὰ χορδῶν, ῥηγνὺς χρυσόδετον κέρας, ῥηγνὺς ἁρμονίαν χορδοτόνου λύρας Σοφ. Ἀποσπ. 262 (Πλουτ. Ἠθ. 455D).

Greek Monolingual

-ο / χορδοτόνος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που τεντώνει τις χορδές
2. το ουδ. ως ουσ. το χορδοτόνο(ν)
όργανο με το οποίο τεντώνονται οι χορδές τών μουσικών οργάνων, κλειδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -τόνος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. χειρο-τόνος. Η παροξυτονία προσδίδει στο επίθ. ενεργ. σημ.].