πριστικός
From LSJ
Full diacritics: πριστικός | Medium diacritics: πριστικός | Low diacritics: πριστικός | Capitals: ΠΡΙΣΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: pristikós | Transliteration B: pristikos | Transliteration C: pristikos | Beta Code: pristiko/s |
ή, όν, A of or for sawing, ξύλον Hero *Geom.4.10; τέχνη Eustr.in EN296.8.
-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρίστη ή στο πριόνισμα ή ο κατάλληλος για πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ- βλ. πρίω) + κατάλ. -τικός (πρβλ. καυσ-τικός)].