αὐτοτραγικός
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
αὐτοτραγικὸς πίθηκος = a very ape of tragedy, tragic-ape, monkey of melodrama, drama-queen of an ape, Demosthenes, On the Crown 18.242.
German (Pape)
[Seite 403] ächt tragisch, πίθηκος Dem. 18, 242, wo Andere
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, ἐξ ὁλοκλήρου, ἐντελῶς, ἐναργῶς τραγικός, αὐτοτραγικὸς πίθηκος Δημ. 307. 25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tout à fait tragique.
Étymologie: αὐτός, τραγικός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que es totalmente trágico πίθηκος D.18.242.
Greek Monotonic
αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, εξ ολοκλήρου τραγικός, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοτρᾰγικός: ирон. истинно-трагический, театральный (πίθηκος Dem.).