αὐτοτραγικός
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
αὐτοτραγικὸς πίθηκος = a very ape of tragedy, tragic-ape, monkey of melodrama, drama-queen of an ape, Demosthenes, On the Crown 18.242.
German (Pape)
[Seite 403] ächt tragisch, πίθηκος Dem. 18, 242, wo Andere
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, ἐξ ὁλοκλήρου, ἐντελῶς, ἐναργῶς τραγικός, αὐτοτραγικὸς πίθηκος Δημ. 307. 25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
tout à fait tragique.
Étymologie: αὐτός, τραγικός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que es totalmente trágico πίθηκος D.18.242.
Greek Monotonic
αὐτοτρᾰγικός: -ή, -όν, εξ ολοκλήρου τραγικός, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοτρᾰγικός: ирон. истинно-трагический, театральный (πίθηκος Dem.).