θερμαντικός

From LSJ
Revision as of 11:35, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμαντικός Medium diacritics: θερμαντικός Low diacritics: θερμαντικός Capitals: ΘΕΡΜΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thermantikós Transliteration B: thermantikos Transliteration C: thermantikos Beta Code: qermantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of heating, calorific, τὸ πῦρ θ. Arist.Int.22b38; ὁ οἶνος Epicur.Fr.58, cf. 60; τὸ θ. πρὸς τὸ -τὸν Arist.Metaph.1020b29, cf. Thphr.HP6.3.6: Sup., Arist.Cael.307a1, Dsc.1.19.4: c. gen., τὸ τῆς ψυχῆς θ. οἶνος Pl.Ti. 60a.

German (Pape)

[Seite 1201] dasselbe; Plat. Tim. 60 a; vom Wein, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

θερμαντικός: -ή, -όν, δυνάμενος νὰ θερμάνῃ, παραγωγὸς θερμότητος, θερμ. τὸ πῦρ Ἀριστ. ἐν Ἀδήλ. 13, 11· τὸ θερμαντὸν πρὸς τὸ θερμαντικὸν ὁ αὐτ. Μεταφ. 4.15, 6· ― μετὰ γεν., τὸ τῆς ψυχῆς θ. οἶνος Πλάτ. Τιμ. 60Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θερμαντικός, -ή, -όν) θερμαντός
ο ικανός να θερμαίνει, αυτός που παράγει θερμότητα, ο θερμογόνος («τὸ μὲν τῆς ψυχῆς μετὰ τοῦ σώματος θερμαντικὸν οἶνος», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το θερμαντικό
κάθε θερμό υγρό που λαμβάνεται για θεραπευτικό σκοπό
2. φρ. «θερμαντική ικανότητα» — η θερμότητα που αποδίδεται κατά την τέλεια καύση της μονάδας μάζας ενός καυσίμου.
επίρρ...
θερμαντικώς
από θερμαντική άποψη.

Russian (Dvoretsky)

θερμαντικός:
1) способный нагревать (τὸ πῦρ Arst.; τι τῆς ὕλης Plut.);
2) перен. разгорячающий, горячительный: τὸ τῆς ψυχῆς θερμαντικόν Plat. согревающее душу (о вине).