κυνηγέσιον

Revision as of 11:45, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

English (LSJ)

τό, A hunting-establishment, pack of hounds, Hdt.1.36, X.Cyn.10.4; also, pack of wolves hunting together, opp. λύκοι μονοπεῖραι, Arist.HA594a31. II hunt, chase, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι, X.Cyn.6.11; ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. ib.26, cf. 7.11: in pl., E.Hipp. 224 (anap.), Isoc.7.45, X.Cyn.3.11, 6.4, Plu.Alex.40: metaph., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Pl.Prt.309a; παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. Id.La. 194b. 2 = κυνήγιον 2, CIG2511 (Cos), 4157 (Sinope). III that which is taken in hunting, game, X.Cyn.6.12.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγέσιον: τό, συνοδεία κυνηγετική, κυνηγοὶ μετὰ τῶν κυνῶν αὐτῶν, πλῆθος κυνῶν, Ἡρόδ. 1. 36, Ξεν. Κυν. 10, 4· ὡσαύτως, ὁμὰς λύκων ὁμοῦ θηρευόντων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό, λύκοι μονοπεῖραι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 2. ΙΙ. κυνήγιον, θήρα, καταδίωξις, ἐπὶ τὸ κ. ἐξιέναι, πρὸς τὸ κ. προσιέναι Ξεν. Κυν. 6, 11· ἀπιέναι ἐκ τοῦ κ. αὐτόθι 6, 26, πρβλ. 4 καὶ 7, 11· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἱππ. 224, Ἰσοκρ. 148Ε., Ξεν. Κυν. 3, 11· ― μεταφ., κ. τὸ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν Πλάτ. Πρωτ. ἐν ἀρχ.· παρακαλεῖσθαί τινα ἐπὶ τὸ κ. ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 194Β. 2) = κυνήγιον 2, Συλλ. Ἐπιγρ. 2511, 4157. ΙΙΙ. τὸ θηρευόμενον θήραμα, «κυνῆγι», Ξεν. Κυν. 6, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 chasse;
2 troupe de chasseurs et de chiens, équipage de chasse;
3 lieu pour chasser, parc;
4 butin de chasse.
Étymologie: κυνηγετέω.

Greek Monotonic

κῠνηγέσιον: τό,
I. κυνηγετική συνοδεία, κυνηγοί και λαγωνικά, πλήθος σκυλιών, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. κυνήγι, καταδίωξη, θήρα, σε Ξεν.· ομοίως στον πληθ., σε Ευρ.
III. αυτό που πιάνεται στο κυνήγι, θήραμα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγέσιον: τό
1) тж. pl. псовая охота Eur., Plut.: θῆραί τε καὶ κυνηγέσια Plat. охота без собак и с собаками;
2) отряд охотников с собаками (τὸ κ. πᾶν συμπέμπειν Her.);
3) вместе охотящаяся стая (sc. τῶν λύκων Arst.);
4) охотничий участок (ἐν κυνηγεσίῳ πλανᾶσθαι Xen.);
5) охотничья добыча (ὑπαγωγὴ τοῦ κυνηγεσίου Xen.);
6) перен. охота, погоня (περί τινος ὥραν Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγέσιον -ου, τό [κύων] troep jachthonden:. τὸ κυνηγέσιον πᾶν συμπέμψω ik zal al mijn jachthonden meesturen Hdt. 1.36.3. de jacht, de jachtpartij.

Middle Liddell

κῠνηγέσιον, ου, τό,
I. a hunting-establishment, huntsmen and hounds, a pack of hounds, Hdt., Xen.
II. a hunt, chase, pursuit, Xen.; so in pl., Eur.
III. that which is taken in hunting, the game, Xen. [from κῠνηγετέω]

English (Woodhouse)

hunting, art of hunting, art of the chase, pack of hounds