μιξίαμβος

From LSJ
Revision as of 11:55, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξίαμβος Medium diacritics: μιξίαμβος Low diacritics: μιξίαμβος Capitals: ΜΙΞΙΑΜΒΟΣ
Transliteration A: mixíambos Transliteration B: mixiambos Transliteration C: miksiamvos Beta Code: mici/ambos

English (LSJ)

[ῐα], ον, A mixed with satires, satiric, Hsch.

German (Pape)

[Seite 188] mit Jamben, mit Spott gemischt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιξίαμβος: -ον, ὁ μεμιγμένος μετὰ ἰάμβων, σκωπτικός, «λοίδορος, μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μιξίαμβος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με σκώμμα, ο σκωπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ἴαμβος.