πολυλόγος
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ον, loquacious, Democr. 44, Pl. Lg. 641e, X. Cyr. 1.4.3 (Comp.). Adv. -γως Poll. 4.24.
German (Pape)
[Seite 665] 1) viel redend, geschwätzig; Plat. Legg. I, 641 e; compar., Xen. Cyr. 1, 4, 3; Folgde, auch adv. πολυλόγως, Poll. 4, 24 verworfen. – 2) mit verändertem Tone, πολύλογος, wovon viel gesprochen wird od. werden muß, Dionys. Areop.
Greek (Liddell-Scott)
πολυλόγος: -ον, ὁ πολλὰ λέγων, Πλάτ. Νόμ. 641Ε, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3. ΙΙ. πολύλογος, παθητ., ὁ πολλῶν λόγων δεόμενος, ὁ μετὰ πολυλογίας λεγόμενος, Διονύσ. Ἀρεοπ. σ. 214. ― Ἐπίρρ. πολυλόγως, μετὰ πολλῶν λόγων, Πολυδ. Δ΄, 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle beaucoup, verbeux.
Étymologie: πολύς, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
πολυλόγος: v. l. πολύλογος 2 λέγω III] словоохотливый, многоречивый Plat., Xen.