ἀναδοτικός

From LSJ
Revision as of 12:40, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδοτικός Medium diacritics: ἀναδοτικός Low diacritics: αναδοτικός Capitals: ΑΝΑΔΟΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anadotikós Transliteration B: anadotikos Transliteration C: anadotikos Beta Code: a)nadotiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A causing to spring up, σπερμάτων Corn. ND28. 2 Medic., digestive, Gal.6.416.

German (Pape)

[Seite 187] vertheilend, verdauend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδοτικός: -ή, -όν, διανεμητικός, συντελεστικὸς πρὸς πέψιν, χωνευτικός, μετὰ γεν. Γρηγ. Ναζ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que hace brotar, germinar τὸ ἀ. σπερμάτων el poder germinativo de las semillas Corn.ND 28.
2 metabólico δύναμις Gal.6.416
fig. ref. a la ψυχή que es capaz de asimilar Gr.Naz.M.35.965A.

Greek Monolingual

ἀναδοτικός, -ή, -όν (Α) ἀνάδοτος
1. αυτός που διανέμει, που μοιράζει
2. αυτός που κάνει να ξεπηδούν, που γεννά
3. αυτός που μετατρέπει την τροφή σε ιστό, ο αφομοιωτικός.