παρόψημα

From LSJ
Revision as of 17:30, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρόψημα Medium diacritics: παρόψημα Low diacritics: παρόψημα Capitals: ΠΑΡΟΨΗΜΑ
Transliteration A: parópsēma Transliteration B: paropsēma Transliteration C: paropsima Beta Code: paro/yhma

English (LSJ)

ατος, τό, A dainty side-dish, Ath.9.367c; παροψήματα τῶν ἀμπέλων, i.e. other fruits planted among the vines, Philostr. Her.Prooem.1 :—Dim. παροψ-ημάτιον, τό, Poll.6.56.

German (Pape)

[Seite 528] τό, ein schmackhaftes Nebengericht; Ath. IX, 367 c; Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

παρόψημα: τό, πρόσθετον προσφάγιον, Ἀθήν. 367C· παροψήματα τῶν ἀμπέλων, δηλ. αἱ σταφυλαί, Φιλόστρ. 662· ― ὑποκορ.-ημάτιον, τό, Πολυδ. Ϛ΄, 56.

Greek Monolingual

τὸ, Α παροψώμαι
1. εκλεκτό έδεσμα που προσφέρεται επί πλέον απ' ό,τι περιμένουν οι καλεσμένοι
2. φρ. «παροψήματα τῶν ἀμπέλων» — καρποφόρα δέντρα, φυτεμένα ανάμεσα στα κλήματα (Φιλόστρ.).