ἑκατόμπολις

From LSJ
Revision as of 17:45, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτόμπολις Medium diacritics: ἑκατόμπολις Low diacritics: εκατόμπολις Capitals: ΕΚΑΤΟΜΠΟΛΙΣ
Transliteration A: hekatómpolis Transliteration B: hekatompolis Transliteration C: ekatompolis Beta Code: e(kato/mpolis

English (LSJ)

ι, A with a hundred cities, Κρήτη Il.2.649; of Laconia, Str.8.4.11 :—also ἑκᾰτοντάπολις [τᾰ], Κρήτη Id.10.4.15.

German (Pape)

[Seite 752] mit hundert Städten; Κρήτη Il. 2, 649; Λακωνική Strab. VIII, 362.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτόμπολις: ι, ἐπὶ χώρα, ἡ ἔχουσα ἑκατὸν πόλεις, οἳ Κρήτην ἑκατόμπολιν ἀμφενέμοντο Ἰλ. Β. 649, πρβλ. Στράβωνα 362.

French (Bailly abrégé)

ις, ι ; gén. ιος;
aux cent villes.
Étymologie: ἑκατόν, πόλις.

English (Autenrieth)

hundred-citied, in round numbers (cf. Od. 19.174), epith. of Crete, Il. 2.649†.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτόμπολις) -εως
la que tiene cien ciudades epít. de la isla de Creta Il.2.649, cf. Scyl.Per.47, Seru.Aen.3.106, Isid.Etym.14.6.15, de Esparta, Str.8.4.11
como adj. λαός ref. los cretenses, Nonn.D.13.227, 378, cf. ἑκατοντάπολις.

Greek Monolingual

ἑκατόμπολις, -ι (Α)
(για χώρες) αυτός που έχει εκατό πόλεις.

Greek Monotonic

ἑκᾰτόμπολις: -ι, η χώρα που αριθμεί εκατό πόλεις, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατόμπολις: имеющий сто (или множество) городов, стоградный (Κρήτη Hom.).

Middle Liddell

with a hundred cities, Il.