Προμήθειος
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
α, ον, or ος, ον, Promethean, πυρικλοπίη AP 6.100 (Crin.), cf. Nic. Al. 273, etc. βοτάνη Προμήθειος καλουμένη Ps.-Plu. Fluv. 5.4. Προμήθεια, τά, festival of Prometheus, Lys. 21.3, X. Ath. 3.4; Προμήθια, IG1². 84.37, 2².1138.11.
Greek (Liddell-Scott)
Προμήθειος: -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ εἰς τὸν Προμηθέα ἀνήκων, Ἀνθ. Π. 6. 100. Νικ. Ἀλεξιφ. 273, κτλ. ΙΙ. Προμήθεια, τά, ἡ ἑορτὴ τοῦ Προμηθέως, Λυσί. 161 ἐν τέλ., Ξεν. Ἀθην. 3, 4· κατὰ τὸν Meisterh 243 Προμήθια, τά, οὐχὶ Προμήθεια.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Prométhée ; τὰ Προμήθεια XÉN fêtes de Prométhée.
Étymologie: Προμηθεύς.
Russian (Dvoretsky)
Προμήθειος: прометеевский Anth.