ὀνησιφόρος

From LSJ
Revision as of 09:15, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνησῐφόρος Medium diacritics: ὀνησιφόρος Low diacritics: ονησιφόρος Capitals: ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΣ
Transliteration A: onēsiphóros Transliteration B: onēsiphoros Transliteration C: onisiforos Beta Code: o)nhsifo/ros

English (LSJ)

ον, A bringing advantage, beneficial, Hp.Praec.14, Alex. 195.5, Com.Adesp.109.11, Agatharch.99, Ruf. ap. Orib.8.24.34, Ptol. Tetr.157; remunerative, ὕμνοι Phld.Rh.1.219 S.; μαθήματα Luc.Vit. Auct.26. Adv. -ρως Plu.2.71d.

German (Pape)

[Seite 347] Nutzen bringend; S. Emp. adv. gramm. 275; in einem Wortspiele von Alexis bei Ath. VII, 287 f auch mit ὄνος zusammengebracht.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνησῐφόρος: -ον, ὁ φέρων κέρδος, ὠφέλειαν, Ἱππ. 28. 50, Ἄλεξις ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4, κτλ. ― Ἐπίρρ. -ρως, Πλούτ. 2. 71D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui procure un avantage, utile.
Étymologie: ὄνησις, φέρω.

Greek Monolingual

ὀνησιφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον
2. αυτός που συμφέρει
3. διδακτικός.
επίρρ...
ὀνησιφόρως (Α)
με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνησις + -φόρος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.

Russian (Dvoretsky)

ὀνησῐφόρος: приносящий пользу, полезный Plut., Sext.