ὀθονιακός

From LSJ
Revision as of 12:03, 2 July 2021 by Spiros (talk | contribs)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀθονιακός Medium diacritics: ὀθονιακός Low diacritics: οθονιακός Capitals: ΟΘΟΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: othoniakós Transliteration B: othoniakos Transliteration C: othoniakos Beta Code: o)qoniako/s

English (LSJ)

ὁ, A dealer in ὀθόνη, POxy.933.33 (ii A. D.), IGRom.4.246 (Alexandria Troas), PLips.39.3 (iv A. D.), Dig.50.4.18.12. II ὀθονιακόν, τό, tax on cloth, πραγματευτὴς ὀθονιακοῦ Sammelb. 5941.3 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀθονιακός: -ή, -όν, ὁ εἰς ὀθόνιον ἀνήκων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὀθονιακός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο ένδυμα
2. το αρσ. ως ουσ.ὀθονιακός
ο έμπορος υφασμάτων
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀθονιακόν
φόρος που καταβαλλόταν για τα υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνη / ὀθόνιον + κατάλ. -ιακός (πρβλ. σελην-ιακός)].