δαμάσιππος

From LSJ
Revision as of 09:40, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰμάσιππος Medium diacritics: δαμάσιππος Low diacritics: δαμάσιππος Capitals: ΔΑΜΑΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: damásippos Transliteration B: damasippos Transliteration C: damasippos Beta Code: dama/sippos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, A horse-taming, of Athena, Lamprocl.1.4 (perh.Stes., cf.Sch.Aristid.3.537 D.), cf. Corn.ND20; Αυδία B.3.23.

German (Pape)

[Seite 521] Pferde bändigend, Lamprocl. bei Schol. Ar. Nub. 964.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰμάσιππος: -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Λυδία Βακχυλ. 3, 23· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Λαμπροκλ. παρὰ Σχολ. Ἀριστοφ. Νεφ. 964, ἴδε Στησίχορ. 97 Kleine.

Spanish (DGE)

(δᾰμάσιππος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-μᾰ-]
domador de caballos epít. de Atenea, Lamprocl.1, Corn.ND 20, de Lidia, B.3.23, de las amazonas, Orph.A.740 (δάμνιππ- cód.).

Greek Monolingual

δαμάσιππος, -ον (Α)
αυτός που δαμάζει τα άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δαμασι-, από τον αόρ. εδάμασα του ρ. δάμνημι + ίππος. (Για τον σχηματισμό πρβλ. βροντησικέραυνος, βωτιάνειρα, τερψίμβροτος κ.ά.)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαμάσιππος -ου [δαμάζω, ἵππος] paarden temmend.