ἀστίτης
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ἄστυ) A townsman, citizen, S.Fr.92; spelt ἀστείτης in CIG2134b23.
German (Pape)
[Seite 376] ὁ, der Bürger, Städter, Soph. frg. 81. 82.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (ἄστυ) ἀστός, κάτοικος τοῦ ἄστεως, πολίτης Σοφ. Ἀποσπ. 81˙ γράφεται δὲ ἀστείτης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2134 β, 23.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ῑ]
ciudadano οὐ γάρ τι θεσμὰ τοῖσιν ἀστίταις πρέπει S.Fr.92, cf. 93, St.Byz.s.u. ἄστυ.
Greek Monolingual
ἀστίτης, ο (Α)
ο αστός, ο πολίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ κατά το πολ-ίτης].
Russian (Dvoretsky)
ἀστίτης: ου (ῑ) ὁ горожанин, гражданин Soph.