μεταγενέστερος

From LSJ
Revision as of 15:50, 25 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεταγενέστερος, -έρα, -ον)
1. αυτός που γεννιέται, αναφέρεται ή συμβαίνει σε ύστερους χρόνους, κατοπινός, υστερόχρονος
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι μεταγενέστεροι
αυτοί που ανήκουν σε νεώτερη γενιά, οι μελλοντικές γενεές («ἀθάνατον ὑπόμνημα καταλιπεῖν τοῖς μεταγενεστέροις βουλόμενοι», Διόδ.)
νεοελλ.
φρ. «μεταγενέστερη εποχή»
(ιστ.) ή «μεταγενέστερη περίοδος» — η περίοδος που ακολούθησε την κλασική, η μετά τον Αριστοτέλη, η Αλεξανδρινή
αρχ.
επακόλουθος («μεταγενεστέραν μετά ταῦτα τήν πολυπραγμοσύνην», Φιλόδ.).
επίρρ...
μεταγενεστέρως και μεταγενέστερα
σε μεταγενέστερους χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του μεταγενής.