Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
ἰοδερκής, -ές (Α)
αυτός που έχει μενεξεδιά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. οξυ-δερκής, παν-δερκής].