Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
υχος (πτύσσω): folded double (in two layers), κνίση, Il. 1.461, etc.
-ῠχοςdoble, doblado en dos de una capa δίπτυχα λώπην (κάββαλε) A.R.2.32.
δίπτυξ (-υχος), ο (Α)δίπτυχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πτυξ, ποιητικός τ. του πτυχή].