ἀμμοκονία
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ἡ, A sand mixed with lime, cement, Str.5.4.6, cf. Gp.2.27.4.
German (Pape)
[Seite 126] ὁ, Sandkalk, Mörtel, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμοκονία: ἡ, ἄμμος μεμιγμένη μετ’ ἀσβέστου, Στράβ. 245.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
argamasa de arena y cal, Str.5.4.6
•revoque de un muro Gp.2.27.4.