ἀπεκλέγομαι
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
A pick out and reject, Dsc.1.7, Antip.Stoic.3.252, Arr.Epict.4.7.40.
German (Pape)
[Seite 285] beim Auswählen verwerfen, Diosc.; Antip. bei Clem. Al. Strom. 2, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεκλέγομαι: μέσ. διαλέγω καὶ ἀπορρίπτω τὰ μὴ καλά, ἀποχωρίζω, τὴν μέντοι μέλαιναν καὶ δυσκάτακτον ἀπεκλέγου Διοσκ. π. Ὕλ. Ἰατρ. Γ. 22 (25).
Spanish (DGE)
desechar de una planta ἣν δεῖ ἀπεκλέγεσθαι Dsc.1.7, ζῆν ... ἀπεκλεγομένους ... τὰ παρὰ φύσιν Antip.Stoic.3.252, τὰ (τῶν ἀδιαφόρων) ἀπεκλέγεται Chrysipp.Stoic.3.29, cf. Arr.Epict.4.7.40.
Greek Monolingual
ἀπεκλέγομαι (Α)
ξεδιαλέγω, αποχωρίζω τα άχρηστα ή τα περιττά.