Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αψιθιά

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11

Greek Monolingual

η (AM ἀψίνθιον, Μ και ἀψινθία, η)
το φυτό άψινθος
νεοελλ.
πικρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. αψίνθιον και αψινθία < άψινθος, το δε νεοελλ. αψιθιά < αψινθία, με σίγηση του έρρινου πριν από τα φ, χ, θ, (πρβλ. αθρακιά < ανθρακιά, γοφός < γόμφος, νύφη < νύμφη, πεθερός < πενθερός κ.ά.)].