βούτη
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
Greek Monolingual
και βούτα και βούτσα, η (Μ βούττη και βοῡττις)
1. ξύλινος κάδος για διάφορες χρήσεις, φύλαξη τυριού, μεταφορά σταφίδας κ.λπ.
2. σκάφη
3. δοχείο απορριμμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως δοχεία (πρβλ. αμίς, βυτίνη κ.ά.) Το λατ. buttis είναι μάλλον δάνειο από την Ελληνική].