βούρτσα

From LSJ
Revision as of 08:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source

Greek Monolingual

η
1. απλό όργανο καθαρισμού ή στίλβωσης, το οποίο αποτελείται από ισομήκεις τρίχες ή σύρματα κατακόρυφα προσαρμοσμένα σε κατάλληλη βάση
2. φρ. «μαλλιά σαν βούρτσα» ή «μουστάκι σαν βούρτσα» — σκληρά και όρθια
3. πινέλο για βάψιμο, χρωστήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. στο αρχ. βύρσα (πρβλ. μσν. βυρτσίζω) ή αποτελεί δάνειο (πρβλ. ρουμ. virţa ή αλβ. vurtse ή αρχ. γερμ. burstja).