γαληναίη
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ἡ, Ep. for γαλήνη, A.R.1.1156.
Greek (Liddell-Scott)
γαληναίη: ἡ, ἐπικ. ἀντὶ γαλήνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1156.
Spanish (DGE)
(γᾰληναίη) -ης, ἡ
calma del mar Philet.2, Call.Epigr.5.5, A.R.1.1156, cf. γαλήνη.
Greek Monolingual
γαληναίη, η (επικ. τ.) (Α)
η γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαληναίος (πρβλ. αναγκαίη - αναγκαίος, ευναία - ευναίος)].