τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect
βώλαξ, ο (Α)ο βώλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + (επίθημα) -αξ (πρβλ. βώμαξ, λάβραξ, χαύναξ κ.ά.)].