Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
η
1. χώρος όπου φυλάσσονται τα ενδύματα, βεστιάριο
2. το σύνολο τών ενδυμάτων ενός ατόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. guarda - roba (πρβλ. γαλλ. garderobe)].