γαλάντης

Revision as of 08:31, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και γαλάντες και γκαλάντης, ο
1. κομψός, ευγενικός στη συμπεριφορά
2. γαλαντόμος, γενναιόδωρος
3. αγαπητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galante «γενναιόδωρος» (πρβλ. γαλλ. galant «φιλόφρων, ιπποτικός»)].