βραχυρρήμων
From LSJ
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (ῥῆμα) A brief of speech, Them.Or.26.315a.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχυρρήμων: -ον, (ῥῆμα) βραχυλόγος, Θεμίστ. 315A.
Spanish (DGE)
-ον
que se expresa brevemente, conciso ὁ σοφιστής Them.Or.26.315a.
Greek Monolingual
βραχυρρήμων, -ον (Α)
βραχυλογικός, σύντομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -ρήμων < ρήμα «λόγος» (πρβλ. μεγαλορρήμων, κακορρήμων)].