γόητρο

From LSJ
Revision as of 08:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326

Greek Monolingual

το
1. θέλγητρο
2. κύρος, μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόης + (επίθημα) -τρο (πρβλ. θέλγητρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Α. Ραγκαβή].