μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
ἐπήορος, -ον (Α)
1. μετέωρος
2. αυτός που υψώνεται πάνω σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ήορος (ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. αερ- (πρβλ. αήρ) του ρ. αείρω «σηκώνω»)].