ζυγομαχώ

From LSJ
Revision as of 09:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

ζυγομαχῶ, -έω (Α)
1. (για άλογα) παλεύω, αγωνίζομαι προς τον ομόζυγό μου
2. γεν. φιλονικώ, ερίζω, αγωνίζομαι υπέρ ή εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -μαχώ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο-μαχώ, ναυ-μαχώ].