εύφημος

From LSJ
Revision as of 09:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔφημος, -ον, Α δωρ. τ. εὔφαμος, -ον)
αυτός που χρησιμοποιεί καλά λόγια, ο επαινετικός, ο εγκωμιαστικός, ο κολακευτικός («εὐφήμους λόγους ποιήσασθαι περί τε τοῦ πατρός», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «εὐφημη μνεία» — αναφορά σε κάποιον ή σε κάτι με επαινετικά λόγια
μσν.-αρχ.
φημισμένος, διάσημος
αρχ.
1. αυτός που εκπέμπει ευοίωνη φωνή
2. (για πρόσ. και πράγματα) αυτός που προοιωνίζεται καλά, ο αίσιος, ο ευοίωνος («θεὸν ὑμνεῖν... εὐφήμοις μύθοις», Ξεν.)
3. αυτός που αποφεύγει δυσοίωνες λέξεις, που τηρεί θρησκευτική σιγή (α. «εὔφημον, ὦ τάλαινα, κοίμησον στόμα», Αισχύλ.
β. «ἀφώνως, ἀλόγως τὸ τᾱς εὐφάμου στόμα φροντίδος ἱέντες» — κινώντας τα χείλη χωρίς ήχους ή λέξεις, με σιωπηλούς στοχασμούς, Σοφ.)
4. μαλακός, ήπιος («ἐν εὐφημοτάτοις ὀνόμασι... κατονομάζειν» — να ομιλεί κανείς με ήπιες εκφράσεις, Πλάτ.)
5. φρ. α) «ὑπ' εὐφήμου βοῆς» — με σιγή, σιωπηρά
β) «εὔφημα φωνῶ» — ευφημώ
γ) «εὔφημοι πόνοι» — ευσεβείς κόποι
6. πλήρης σεβασμού, ευλαβικόςεὔφημος καὶ ἀληθὴς οὗτοςλόγος», Διον. Αλεξ.)
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔφημα
οι έπαινοι, τα εγκώμια.
επίρρ...
ευφήμως (ΑΜ εὐφήμως) με εύφημη μνεία, επαινετικά
μσν.-αρχ.
1. με ήπιες ή εύσχημες εκφράσεις
αρχ.
με ευοίωνες λέξεις, με αίσιες λέξεις («εὐφήμως καλῶ ἄνασσαν τῆσδ' Ἀθηναίαν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φημος (< φήμη), πρβλ. κακό-φημος, περί-φημος].