Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
ἡμεροτοκῶ, -έω (Α)
παράγω ήμερους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + τοκώ (< -τοκος < τίκτω), πρβλ. α-τοκώ, ευ-τοκώ].