ημεδαπός

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἡμεδαπός, -ή, -όν)
αυτός που προέρχεται από τη δική μας χώρα, ομοεθνής, εγχώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. με α' συνθετικό ημεδ- (θ. ημε- του ημείς + -δ- που απαντά και στην κτητική αντων. της αρχ. ιδν. asmad-iya «ημέτερος») και β' συνθετικό -απός (< IE -nkwo-) αντίστοιχο του λατ. -inquos (πρβλ. propinquos «πλησίον, συγγενής»). Κατ' άλλη άποψη, «σύνθετο εκ συναρπαγής» από παλιά αμάρτυρη αφαιρετική ασμεδ- του ημείς (πρβλ. αντίστοιχο αρχ. ινδ. asmad) και την πρόθεση από («από εμάς»)].